- χαρτομανία
- ητο πάθος της χαρτοπαιξίας: Τον έχει πιάσει χαρτομανία και δεν τον βλέπει καθόλου το σπίτι του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρτομανία — η, Ν η μανία, το πάθος τής χαρτοπαιξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτιά + μανία. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Μιλτ. Χουρμούζη] … Dictionary of Greek